Το Ιουλιανό Ημερολόγιο που αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα αλλά είναι έργο του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, προσδιορίζει τη διάρκεια του ηλιακού έτους 365 μέρες εκτός από τα δίσεκτα έτη, τα οποία διαρκούν 366, καθώς προστίθεται στο Φεβρουάριο μια επιπλέον ημέρα, ο οποίος πλέον έχει 29 ημέρες αντί για 28.
Στο Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε θετικό έτος διαιρούμενο με το 4 είναι δίσεκτο. Τα αρνητικά χρόνια είναι δίσεκτα εάν διαιρούμενα με το 4 αφήνουν υπόλοιπο 3. Οι ημέρες στο ημερολόγιο αυτό θεωρούνται ότι αρχίζουν τα μεσάνυχτα. Δίσεκτο λοιπόν, ονομάζεται ένα έτος κατά το οποίο προσμετράται μια παραπάνω ημέρα, (εικοσιτετράωρο), με σκοπό τη διόρθωση σφαλμάτων που προκαλούνται από τον μη ακριβή υπολογισμό της διάρκειας της ημέρας, πλήρους περιστροφής της Γης, στην μέτρηση του ηλιακού έτους.
Το πρόβλημα του Ιουλιανού Ημερολογίου είναι ωστόσο ότι η πραγματική διάρκεια του ηλιακού έτους είναι κάτι λιγότερο από 365,25 ημέρες. Η μικρή αυτή διαφορά δεν γίνεται φυσικά αισθητή μέσα σε λίγα χρόνια, με τον καιρό όμως οδήγησε σε προβάδισμα του ημερολογίου από τον πραγματικό χρόνο (τροπικό ημερολόγιο).
Δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις μέχρι να πάρει την τελική του μορφή το 8 μ.Χ.
Το επεξεργάστηκαν Έλληνες αλεξανδρινοί αστρονόμοι με επικεφαλής τον Φλάβιο και τον Σωσιγένη.
Συγκρινόμενο με την πραγματική διάρκεια του ηλιακού τροπικού έτους των 365,24219878 ημερών, προκύπτει συσωρευτικά ένα σφάλμα μιας ημέρας κάθε 128 χρόνια (το Ιουλιανό καθυστερεί σε σχέση με το ηλιακό).
Ο Ορθόδοξος κόσμος εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το Ιουλιανό. Από τις ορθόδοξες χώρες πρώτη που αποδέχτηκε το νέο αυτό ημερολόγιο ήταν η Ρωσία το 1917. Ακολούθησαν και οι υπόλοιπες σλαβικές χώρες, αφήνοντας την Ελλάδα μόνη της, η οποία χρησιμοποιούσε ακόμα το Ιουλιανό ημερολόγιο. Στις 16 Φεβρουαρίου 1923 και η Ελλάδα ακολούθησε τις υπόλοιπες Ορθόδοξες χώρες, αλλά το υιοθέτησε ως πολιτικό και όχι ως θρησκευτικό, παρουσιάζοντας πολλά προβλήματα.
Ο Έλληνας έχει συνδυάσει τους εορτασμούς της Επανάστασης του 1821 με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Με αυτόν τον συνεορτασμό φανερώνεται με έμφαση η θεία βουλή και ευλογία προς την Επανάσταση και τη σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους. Εκείνη την χρονιά γιορτάστηκαν ξεχωριστά, προκαλώντας την δυσαρέσκεια του Ελληνορθόδοξου ποιμνίου.
Μια εύλογη λύση ήταν να διορθωθεί το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο και δέχτηκε η Ελλάδα. Όμως με αυτήν την κίνηση διαφώνησαν οι υπόλοιπες Ορθόδοξες χώρες. Μετά από μια Σύνοδο που έλαβε χώρα το 1924 αποφασίστηκε ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, είτε αυτό είναι το παλιό είτε το διορθωμένο. Ανάλογα με την παρούσα κατάσταση θα συνεορτάζονται τα Χριστούγεννα ανάμεσα στο διορθωμένο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο μέχρι το 2800. Η κατάσταση αυτή έχει χωρίσει κατά κάποιο τρόπο την Ορθοδοξία σε δύο.